κατάστοργο

κατάστοργο
κατάστοργος, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στη στοργή, στην αγάπη, ο στοργικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -στοργος (< στοργή), πρβλ. από-στοργος, φιλό-στοργος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”